καταπεφόρηκας

καταπεφόρηκας
καταφορέω
carry down
perf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφορώ — καταφορῶ, έω (Α) [κατάφορος] 1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω 2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”